αξιώτικος

αξιώτικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει στη Νάξο: Μου έφεραν ωραίο αξιώτικο κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αξιώτικος — η, ο ο ναξιώτικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Εθνικό όν. Αξιώτης < Αξιά < Ναξία < Νάξος] …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • ναξιώτικος — και αξιώτικος, η, ο [ναξιώτης] ο ναξιακός, αυτός παράγεται ή προέρχεται από τη Νάξο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”